- Αντιλλών, θάλασσα των-
- Άλλη ονομασία της Καραϊβικής θάλασσας (βλ. λ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σαργάσων θάλασσα των- — τ Τμήμα του Ατλαντικού ωκεανού. Έχει έκταση 4 εκατ. τ. χλμ. περίπου και η επιφάνεια της καλύπτεται από πυκνό στρώμα φυκών του γένους σάργασσο. Βρίσκεται βορειοανατολικά του αρχιπελάγους των Αντιλλών και ο πρώτος που την επισήμανε ήταν ο… … Dictionary of Greek
Καραϊβική θάλασσα ή θάλασσα των Αντιλλών — Θάλασσα (1.900.000 τ. χλμ.) του Ατλαντικού ωκεανού, που ορίζεται στα Δ από τη χερσόνησο του Γιουκατάν (Μεξικό), στα Β από τις Μεγάλες Αντίλλες, στα Α από τις Μικρές Αντίλλες και στα Ν από τις ακτές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Μαζί με τον… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… … Dictionary of Greek
Αντίλλες — Μεγάλο νησιωτικό σύμπλεγμα της Καραϊβικής θάλασσας, το οποίο αποτελείται από μια μακρά σειρά μεγάλων και μικρών νησιών, που εκτείνονται σε τοξοειδή διάταξη, από τη Φλόριντα των ΗΠΑ έως τις ανατολικές ακτές της Βενεζουέλας. Οι Α. ορίζουν στα Α και … Dictionary of Greek
Ατλαντικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (106.100.000 τ. χλμ.) ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αφρική και τη Βόρεια και Νότια Αμερική. Ανάμεσα στις ηπειρωτικές μάζες της Ευρώπης και της Αφρικής στα ανατολικά και στα δυτικά της Αμερικής απλώνεται η απέραντη θαλάσσια έκταση… … Dictionary of Greek
ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… … Dictionary of Greek
λίμουλος — (Limulus). Γένος χηληκεραιωτών αρθροπόδων της οικογένειας των λιμουλιδών, της τάξης των ξιφοσουριδών, της ομοταξίας των μεροστoμάτων. Πρόκειται για υδρόβιο ζώο, χωρίς κεραίες, που αναπνέει με βράγχια. Το μήκος του μπορεί να φτάσει τα 30 εκ., ενώ… … Dictionary of Greek
Μεντελίν — (Medellin). Πόλη (υψόμ. 1.487 μ., 2.026.789 κάτ. το 2001) της βορειοδυτικής Κολομβίας, πρωτεύουσα του νομού Αντιόκια (63.612 τ. χλμ., 5.377.854 κάτ.) και δεύτερη σε μέγεθος πόλη της χώρας μετά την πρωτεύουσα Μπογκοτά. Βρίσκεται σε μία στενή… … Dictionary of Greek
Καραμπόμπο — (Carabobo). Πολιτεία (4.650 τ. χλμ., 2.106.264 κάτ. το 2002) της κεντρικής Βενεζουέλας, με πρωτεύουσα τη Βαλένσια. Συνορεύει με τις πολιτείες Αράγκουα (Aragua) στα Α, Γκουάρικο (Guarico) και Κοχέδες (Cojedes) στα Ν και Γιαρακούι (Yaracuy) στα Δ,… … Dictionary of Greek